Δεν έχω καταλάβει ακόμη γιατί πρέπει τα καλοκαίρια πάντα να πηγαίνω να «απασχολούμαι» κάπου, μια δυό μέρες τη βδομάδα στο θείο Χρήστο στο μανάβικο, μια δυό μέρες στο φούρνο του κυρίου Σάββα στη γωνιά, τελικά θα κάνουμε κι εμείς διακοπές όπως όλα τα άλλα παιδιά;
Περπατούσα κλωτσώντας τις πέτρες πήγαινα από γύρω-γύρω στο φούρνο για να κάνω κύκλο και να καθυστερήσω όσο γίνονταν περισσότερο.
Η παρέα έφευγε για πουλιά πάνω στη νέα Ελβετία. Ο Σούλης είχε ετοιμάσει τις νέες παγίδες και τα δίχτυα. Πήγαιναν για καρδερίνες που κατεβαίνουν στα χωράφια προς το κεραμοποιείο.
Έλα ρε μαλάκα, τι δουλειά και τρίχες κατσαρές; θα μαζέψουμε τις καρδερίνες που θέλουν οι άλλοι (για πούλημα εννοούσε φυσικά) και θα γυρίσουμε. Το μεσημέρι θάμαστε πίσω. Γυρνάει και η μάνα μου και η Λίτσα από το κομμωτήριο και θα πρέπει να είμαι σπίτι όταν έρθουν. Πού σαι; κράτα και δυό ψωμιά γιατί με είπαν να πάρω ψωμί και που να το κουβαλάω τώρα στα πουλιά. Το πρωινό το έφαγα όλο και θα με πλακώσουν αν δεν πάρω άλλο.Το καρντάσι μου βαράει άσχημα άμα τσατιστεί.
Ο Στέλιος μάθαινε τεχνίτης σε αργυροχρυσοχοειο στην αγορά, κάτω. Έφευγε το πρωί και γύρναγε το βράδυ…
Άσε ρε Μπουλέτσο δεν είμαι τώρα για άλλες φασαρίες.Προχτές ακόμη είχαμε πλακώματα που φύγαμε πρωί και γυρίσαμε βράδυ από τα Καμινίκια…Κι εκεί πήγαμε να παίξουμε μπάλα και να γυρίσουμε, με τα φλώρια από του Τερζόπουλου το σχολείο και γυρίσαμε αργά το απόγευμα- πλακωθήκαμε στις φάπες μαζί τους, κυνηγήσαμε τις γάτες της τρελής δίπλα στο σινεμά της Βικτώρια και σουρούπωσε ρε μαλάκα.Το τι ξύλο έφαγα,που να σε λέω τώρα. Η γιαγιά η Τράντα μ έσωσε.
Συνέχιζα, έστριβα δεξιά από του Βακαλέρη, καλημέριζα την κυρά Στέλλα, αδερφή του ψάλτη του κυρ Βασίλη που χήρεψε πρόσφατα και κατευθυνόμουνα προς τον φούρνο.
Μια φορά,μπροστά στου κυρ Σάββα ήταν σταματημένο ένα μεγάλο φορτηγό σκεπαστό. Τι να κουβαλάει άραγε αυτό εδώ.
Από πίσω είδα τους τρεις χαμάληδες που ξεφόρτωναν ξύλα για το φούρνο. Ακρια αγόρι μου μη σε χτυπήσουμε.
Τα στοίβαζαν στο πίσω μέρος και περνώντας σε κάθε δρομολόγιο τους έκοβαν και από κανένα καϊσι από τη υπέροχη βερικοκιά στο διπλανό άδειο οικόπεδο. Στο πίσω μέρος είχε στηθεί πρόχειρο ξυλάδικο. Μια κορδέλα κι ένας έμπειρος εργάτης έκοβε τα μεγάλα ξύλα και άλλοι δυό έφτιαχναν τις στοίβες.
Όλη η τελευταία παρτίδα στοιβάχτηκε κάτω από τον πάγκο όπου χωρούσε πολύ πράμα…ξύλα για τουλάχιστον μια βδομάδα…και το κυριακάτικο άναμμα που ήταν μόνον για σπιτικά ψηστικά και παξιμάδια..
Θυμάμαι ότι και η γιαγιά μου μάζευε το περίσσεμα του ψωμιού όλη τη βδομάδα το έκοβε σε φέτες και το έφερνε για ψήσιμο στη λαμαρίνα για τα παξιμάδια του βραδινού, που συνόδευαν το τσάι…
Ο παππούς Γρηγόρης ήταν εκεί παντού, πανταχού παρών, ακόμη και εν τη απουσία του…Στον ημιώροφο απάνω ήταν το ζυμωτήριο και ο χώρος που φούσκωνε το ζυμάρι, που ήθελε ζέστη…Μια γλυκιά ζέστη απλώνονταν σε όλο το χώρο, όχι υπερβολή, αλλά ήπια και ζαλίστρα…Εκεί λοιπόν, έγερνε και ο παππούς κι έπαιρνε έναν υπνάκο σχεδόν κάθε πρωί που περνούσε από το φούρνο….Εκεί στο φουρνοδόν όπως το έλεγε στη γλώσσα τη δική τους….
Τρεις άντρες γειτόνοι και φίλοι και κουμπάροι στην πορεία, στα διπλανά σπίτια και οι τρείς αρτεργάτες έμπειροι και διαλεχτοί, περιζήτητοι στην αγορά…Ο παππούς Γρηγόρης από τα Σούρμενα οι άλλοι δύο τα αδέρφια οι Σπανοπουλαίοι ο Μούχον και ο Στάθον από την Γκιουμουσχανά….Όλοι οι μεγάλοι φούρνοι στην Όλγας τους περίμεναν πως και πως κάθε χάραμα να πιάσουν δουλειά. Χρόνια ολόκληρα…Κι ο θείος Γιάννης αρτεργάτης έμαθε. Δούλεψε αρκετά χρόνια…
Τα μεσημέρια από την πίσω αυλή εκεί από της Θυμίας το σπίτι, κάτω από τα πεύκα κάθονταν ο Στάθης έπιανε την κεμεντζέ κι άρχιζε να ξεδιπλώνει την πίκρα και την περηφάνια του…εκείνο το αγέρωχο του βηματισμού και της φιγούρας που συγκρατώ ακόμη…και η Κυρά Φτυχία με τις κόρες της, την Ωραιοζήλη και τη Λισάφ, έφτιαχνε κι έστελνε έξω, κάτι για μεζέ με τη ρετσίνα από του Δαγκλή…την ταβέρνα λίγο παραπάνω μπροστά από του Βακαλέρη μέσα στο τόλ…
Όλη η γειτονιά μια οικογένεια Από το σπίτι στη γωνία μέχρι της θείας και νονάς του σχεδόν δεν είχαν φράχτες μεταξύ τους τα σπίτια τους. Περνούσες μέσα από τις αυλές κι όλο και κάτι θα σε φίλευαν.Η θεία Ελένη με τον Οδυσσέα, από μεγάλη οικογένεια στην περιοχή της Αργυρούπολης. Οι Βελονάδες με το όνομα.Εκεί στη γειτονιά ο Οδυσσέας ήταν ο μόνος που έφτιαξε μια μικρή στέρνα κι έβαλε μέσα χρυσόψαρα….Κι η γιαγιά η Πηνή, η μάνα του, όλο και κάτι θα είχε στην ποδιά της για κέρασμα που τότε στα παιδικά μου μάτια φάνταζε θησαυρός….
Λίγο αργότερα ο γαμπρός του ο Γιώργος, καλαματιανός σε ποντιακό μιλέτι, έφερε και το πρώτο τρίτροχο όχημα, που άνοιγε από μπροστά, μια μπε εμ βέ Ιζέττα.
Μετά ο θείος Μιχάλης αγόρασε ένα Φίατ Νέκαρ κι έτσι το στενό απόκτησε και δείγματα της αυτοκίνησης που αναπτύσσονταν δειλά-δειλά στην πόλη. Ακόμη και οι ξένοι όμως ενσωματώνονταν γρήγορα στο κλίμα της γειτονιάς και δένονταν με δεσμούς άρρηκτους….
΄Ετσι ακριβώς και ο κυρ Σάββας ο φούρναρης με την κυρία του τη Μαργαρίτα και τα παιδιά του το Γιάννη και το Γιώργο,τον δίμετρο που έπαιζε μπάσκετ στον Άρη, άθλημα άγνωστο τελείως που μόνο κάτω στη ΧΑΝΘ μπορούσες να δεις.. και ποιος θα μας πήγαινε παρακαλώ;;;
Είχαν γίνει κομμάτι της κλειστής κοινωνίας παρά το ότι εδώ στη γειτονιά βρίσκονταν μόνον ο φούρνος κι όχι το σπίτι τους.. αλλού έμεναν…κάπου προς την Όλγας ….
Ο θείος Χρήστος εκ Γαλέων της Χαβίανας προερχόμενος, συγγενής στενός κι αυτός της γιαγιάς, διατηρούσε μανάβικο στην πλατεία Αίμου… Είχε μετατρέψει σε μανάβικο το ένα από τα δυό μικρά κτίσματα του γαλλικού στρατού από το τριάντα περίπου..το απέναντι ο Μπότης το είχε ως ηλεκτρολογείο και μετά αγόρασε καμμιά επτά - οκτώ ποδήλατα, άρχισε να τα νοικιάζει και μετατράπηκε σε ποδηλατά… ο δεύτερος στην περιοχή μας…
Ψηλός, παλληκάρι δυνατό, φωνακλάς και αγαπητός στους γύρω γειτόνους….έμενε λίγο πιο πάνω στα σπίτια του συνοικισμού, με τη θεία Αθηνά, ολίγον αξαδέρφη του, που φυσικά δεν πείραξε και τίποτε ο βαθμός συγγενείας τους εις τον δεσμό και το γάμο τους…
Έφερνε κάθε πρωί φρέσκα λαχανικά και φρούτα για το μικρό, μια τρύπα, μανάβικο, που το μεγάλο μέρος του αναπτύσσονταν έξω από το μικρό κτίσμα….
Αυτός έφτανε δυό μέρες τη βδομάδα στις επτάμισυ, αφού ο θείος Χρήστος είχε απλώσει το εμπόρευμα στα καφάσια, σε αναβαθμούς, κι έπιανε δουλειά βρέχοντας το χώμα, γύρω από το μαγαζί και μετά σκούπιζε προσεκτικά, σχεδόν να γυαλίσει ο χώρος και τα δυό δέντρα που σκίαζαν ως παραστάτες το μικρό κτίσμα, πάντα ασπρισμένα προσεκτικά να είναι καθαρές οι σκαμμένες ρίζες τους…μετά καθόταν σε ένα σκαμνάκι περιμένοντας του πελάτες…
Γύρω στις εννιά πήγαινα στον άλλο φούρνο μετά τη Μαρτίου δίπλα στο σινεμά το Ηραίον που ήταν διώροφο, θερινό-χειμερινό…. Έπαιρνα μια τυρόπιτα για το θείο Χρήστο, που την έτρωγε με τον καφέ, το δεύτερο της ημέρας, που έφερνε ο απέναντι καφετζής…Χάζευα βλέποντας τις φωτογραφίες από τα έργα που έπαιζε ο σινεμάς και θα πήγαινα πίσω το μεσημέρι να το κουβεντιάσω με την τσακαλοπαρέα, ή και με τη μαμά μου, για να ζητήσει να τους πάει ο παππούς Γρηγόρης να μας βάλει μέσα και νάρθει να μας πάρει στο σχόλασμα…
Έμαθα να ζυγίζω με τα δράμια, μια χαρά. Βέβαια δεν πολυχαίρονταν ο θείο Χρήστος λόγω του ότι ούτε πέταγα τα φρούτα και τα ζαρζαβάτια, ανατρέποντας την ισορροπία και άρα και το ακριβές ζύγιασμα…Έμαθα να κόβω από τα μαρούλια και τη σγουρή τα φύλλα που άρχιζαν να μαυρίζουν, ή τα φύλλα που φύραιναν από τα κρεμμυδάκια…να ραντίζω με φρέσκο νερό τα φρούτα και κυρίως τα ζαρζαβατικά για να δείχνουν φρέσκα και λαχταριστά….
Από κει όμως έμαθα σχεδόν όλες τις διαδρομές και τις γύρω γειτονιές μιάς και πήγαινε τα ψώνια που δεν μπορούσαν κάποιες κυρίες να κουβαλήσουν ή ζητούσαν από το θείο Χρήστο με το τηλέφωνο.
Έπιασα φιλίες με την κυρία Αγάπη τη μητέρα της Χαρούλας της πρωταθλήτριας και με τον κύριο Ηλία της εταιρίας ύδρευσης του Χαρίλαου που έλεγχε την υδροδότηση όλης της περιοχής, με νερό άριστης ποιότητας από το Χορτιάτη….
Ποτέ όμως δεν έπαιξε μπάλα με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς εκείνης, που έπαιζαν μέσα στο πάρκο, με εστίες ανάμεσα στα παγκάκια σχεδόν κάθε πρωί….
Ήταν η επαγγελματική του συνείδηση που δεν του επέτρεπε να εγκαταλείψει το πόστο του και τη δουλειά που αμείβονταν οχτώ φράγκα τη μέρα;
Ήταν η εχθρότητα ανάμεσα στις δύο γειτονιές που δεν του επέτρεπαν να προδώσει τη δική του γειτονιά και παρέα;
Ήταν το ότι δεν τον έπαιζαν γιατί τον θεωρούσαν κασμά και δεν τον προσκαλούσαν;
Τι τον κρατούσε μακριά από το παιχνίδι της γειτονιάς εκείνης;
Μήπως τελικά ντρέπονταν μπας και τον δει η Αννούλα, που έβλεπε διαρκώς κάθε μέρα από την αυλή της και δεν ήθελε να χάσει καθόλου από τη θέση που κατείχε στα μάτια της και την ψυχή της;